δίφθογγος

δίφθογγος
Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του δεύτερου φωνηεντικού στοιχείου· η μονοφθογγοποίηση συνίσταται στη συγχώνευση των δύο φωνηεντικών αρθρώσεων σε μία. Στη μετάβαση από το ένα γλωσσικό στάδιο στο άλλο, η απώλεια ορισμένων δ. καλύπτεται συχνά με τη δημιουργία νέων. Η ελληνική γλώσσα στο αρχαίο της στάδιο (κλασικής εποχής) είχε οκτώ κύριες και τρεις καταχρηστικές δ. (αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ, ου α, η, ω)· στην ιστορική της διαδρομή η προφορά των δ. αυτών αλλοιώθηκε και σήμερα οι περισσότερες (αι, ει, οι, υι, ου, α, η, ω) έχουν μονοφθογγοποιηθεί (και προφέρονται αντίστοιχα: ε, ι, ι, ι, ου, α, ι, ο), ενώ οι υπόλοιπες (αυ, ευ, ηυ) προφέρονται ως φωνηεντικός φθόγγος που ακολουθείται από συμφωνικό. Σύμφωνα με τη νεοελληνική γραμματική, οι δ. είναι 4: άι (νεράιδα) άη (κελαηδώ) όι (κορόιδο) όη (βόηθα) Στις δ. τονίζεται το πρώτο φωνήεν, όπως για παράδειγμα νεράιδα. Όταν δεν τονίζεται το πρώτο φωνήεν, βάζουμε διαλυτικά (¨) πάνω από το δεύτερο φωνήεν, αν είναι ι ή υ, όπως για παράδειγμα χαϊμαλί. Οι δ. δεν χωρίζονται στον συλλαβισμό. Καταχρηστικοί δ. αποκαλούνται οι συνδυασμοί φωνηέντων που έχουν μπροστά ι, υ, ει, οι και προφέρονται σε μία συλλαβή· για παράδειγμα, Γιάννης, γυαλί, άδειος, ποια.
* * *
η (AM δίφθογγος, -ον)
συμπροφορά δύο φωνηέντων σε μια συλλαβή ή, κατ' άλλους, ένα και το αυτό φωνήεν που μεταβάλλει ποιόν κατά την εμφάνιση του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίφθογγος — with two sounds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφθογγος — ο δύο φωνήεντα που προφέρονται σε μια συλλαβή (αϊ, αη, οϊ, οη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διφθόγγω — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθόγγως — δίφθογγος with two sounds adverbial δίφθογγος with two sounds masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίφθογγον — δίφθογγος with two sounds masc/fem acc sg δίφθογγος with two sounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθόγγοις — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθόγγου — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθόγγους — δίφθογγος with two sounds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθόγγων — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθόγγῳ — δίφθογγος with two sounds masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”